οριζόντιος

οριζόντιος
-α, -ο [ορίζοντας]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορίζοντα
2. αυτός που είναι παράλληλος προς τον ορίζοντα
3. φρ. α) «οριζόντια διάθλαση»
αστρον. η διάθλαση τών φωτεινών ακτίνων που παρατηρείται για ένα ουράνιο σώμα τη στιγμή κατά την οποία η φαινόμενη ζενιθιακή του απόσταση είναι ίση με 90°
β) «οριζόντιες συντεταγμένες»
αστρον. το αζιμούθιο και το ύψος, ή η ζενιθιακή απόσταση, ενός σημείου τής ουράνιας σφαίρας
γ) «οριζόντια ιδιοκτησία» ή «οριζόντια συνιδιοκτησία» ή «ιδιοκτησία κατά ορόφους» ή «οροφοκτησία»
(νομ.) η ιδιαίτερη μορφή κυριότητας πάνω σε ένα ακίνητο η οποία σύγκειται από δύο στοιχεία: από την αποκλειστική κυριότητα σε όροφο μιας οικοδομής ή σε διαμέρισμά του και από την αναγκαστική συγκυριότητα στα κοινά μέρη τού όλου ακινήτου, δηλαδή στο οικόπεδο, στα θεμέλια, στους εξωτερικούς τοίχους, στο κλιμακοστάσιο κ.ά.
δ) «οριζόντια μεταφορά»
(μετεωρ.) η μετατόπιση μιας αέριας μάζας κατά την οριζόντια διεύθυνση
ε) «οριζόντια παράλλαξη»
αστρον. η ημερήσια παράλλαξη ενός ουράνιου σώματος που βρίσκεται πάνω στο οριζόντιο επίπεδο
στ) «οριζόντιες καμπύλες»
(τοπογρ.) ισοϋψείς καμπύλες που αναπαριστάνουν ακριβέστερα την ανάγλυφη μορφή τού εδάφους
ζ) «οριζόντιο επίπεδο»
αστρον. το επίπεδο που ορίζεται από έναν παρατηρητή ο οποίος βρίσκεται σε έναν ορισμένο τόπο και είναι κάθετο προς τη διεύθυνση τής βαρύτητας στον τόπο αυτόν
η) «οριζόντιοι κύκλοι» — μικροί κύκλοι τής ουράνιας σφαίρας, παράλληλοι προς τον ορίζοντα, αλλ. αλμικανταράτοι
θ) «οριζόντια ολοκλήρωση»
(οικον.) η επέκταση μιας επιχείρησης με την προσθήκη μιας παραπλήσιας μονάδας.
επίρρ...
οριζοντίως και -όντια. με οριζόντιο τρόπο, σε οριζόντια θέση, παράλληλα προς τον ορίζοντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οριζόντιος — α, ο ο παράλληλος προς τον ορίζοντα, ίσιος (αντίθ. κάθετος): Οριζόντια γραμμή, επιφάνεια κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • ανεμοδείκτης — Μετεωρολογικό όργανο που χρησιμεύει στην εύρεση της διεύθυνσης του ανέμου. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν (κυρίως στα αεροδρόμια, για να φαίνεται από μακριά) έναν υφασμάτινο σάκο που στρεφόταν ελεύθερα γύρω από κατακόρυφο ιστό, ύψους τουλάχιστον 10 μ …   Dictionary of Greek

  • αντίξονο — το το χοντρό ξύλο στο οποίο στηρίζεται ο οριζόντιος άξονας του ανεμόμυλου …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… …   Dictionary of Greek

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

  • δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… …   Dictionary of Greek

  • δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”